σχάρα

σχάρα
η / ἐσχάρα, ΝΜΑ, και σκάρα και λόγιος τ. εσχάρα Ν, και σχάρα Μ, και ιων. τ. έσχάρη Α
1. μαγειρική συσκευή από παράλληλες σιδερένιες ράβδους συνδεδεμένες στα άκρα τους πάνω στην οποία ψήνονται κρέατα, ψάρια και εδέσματα («ψάρια στη σχάρα»)
2. (στον τ. εσχάρα) νεκρωτικός ιστός που επικάθεται με τη μορφή επιπάγου στο δέρμα ή σε βλεννογόνο και ο οποίος τις περισσότερες φορές είναι αποτέλεσμα θερμικού ή χημικού εγκαύματος ή επιφανειακής γάγγραινας σε διαβητικά ή αρτηριοσκληρωτικά άτομα
νεοελλ.
1. κάθε τεχνικό κατασκεύασμα που μοιάζει με το παραπάνω σκεύος ως προς το σχήμα («σχάρα υπονόμου»)
2. ειδική κατασκευή από παράλληλες σιδερένιες βέργες κατάλληλη για τη μεταφορά διαφόρων αντικειμένων, η οποία τοποθετείται συνήθως στο πάνω εξωτερικό μέρος τού αυτοκινήτου
3. (φυτοπαθολ.) α) σύμπτωμα φυτονόσων που χαρακτηρίζεται από εντοπισμένη ή διάχυτη αλλοίωση τών επιφανειακών ιστών σαρκωδών κυρίως οργάνων που είναι αποτέλεσμα τού σχηματισμού φελλογόνου ιστού
β) γενική ονομασία τών φυτονόσων που χαρακτηρίζονται από το παραπάνω σύμπτωμα
4. (ναυπ.) το σύνολο τού ξύλινου σκελετού τής ναυπηγικής κλίνης και, γενικότερα, όλη η ναυπηγική κλίνη, που αποτελείται από δύο πλευρικές ή διαμήκεις δοκούς πάνω στις οποίες στερεώνονται σε μικρές μεταξύ τους αποστάσεις εγκάρσια δοκάρια και που χρησιμοποιείται για την ανέλκυση μικρών ιστιοφόρων ή μηχανοκίνητων σκαφών βάρους μέχρι 200 τόννων
5. (στον τ. εσχάρα) α) (θερμοδ.) μέρος της θερμοδυναμικής εστίας που χρησιμεύει για τη συγκράτηση τού στερεού καυσίμου κατά την καύση του, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει τη διέλευση τού αέρα ο οποίος απαιτείται για την καύση καθώς και την αποβολή τής τέφρας, αλλ. εσχάρα καμίνου
β) (ηλεκτρον.) άλλη ονομασία τού πλέγματος τών ηλεκτρονικών λυχνιών
αρχ.
1. ο τόπος όπου καίει φωτιά («ἡ μὲν ἐπ' ἐσχάρῃ ἧστο», Ομ. Οδ.)
2. τόπος εφέστιας φωτιάς όπου κατέφευγον οι ικέτες για να ζητήσουν άσυλο
3. είδος πυραύνου, μαγκάλι
4. βωμός για προσφορά ολοκαυτωμάτων ή θυσίας
5. φορητός βωμός
6. μέσο για άναμμα φωτιάς, προσάναμμα
7. βάση πάνω στην οποία στηρίζεται κάτι
8. κιγκλίδωμα
9. στον πληθ. αἱ ἐσχάραι
τα χείλη τού αιδοίου
10. φρ. α) «πυρὸς ἐσχάραι» — τα πυρά στρατευμάτων σε καιρό πολέμου (Ομ.Ιλ)
β) «βώμιοι ἐσχάραι» — οικοδομημένοι βωμοί (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εσχάρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σχάρα — σχάρᾱ , σχάρα fem nom/voc/acc dual σχάρᾱ , σχάρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχάρα — σχάρα, η και σκάρα, η 1. πλέγμα από σιδερένια ραβδιά που τοποθετείται σε παράθυρα. 2. μαγειρικό σκεύος: Τα ψάρια τα έψησαν στη σχάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ …   Dictionary of Greek

  • θερμιονική λυχνία — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνονται ηλεκτρονικές διατάξεις που χρησιμοποιούνται ως ανορθώτριες, φωράτριες, ταλαντώτριες και ενισχύτριες ηλεκτρικών ρευμάτων. Η λειτουργία της θ.λ. βασίζεται στο θερμιονικό φαινόμενο (βλ. λ. θερμοηλεκτρονικό ή… …   Dictionary of Greek

  • καυστήρας — Συσκευή κατάλληλη για την καύση στερεών, υγρών και αέριων καυσίμων (άνθρακα, πετρελαίου κλπ.) με σκοπό την παραγωγή θερμότητας. Η λειτουργία του κ. συνίσταται καταρχήν στην εισαγωγή ενός κατάλληλα προετοιμασμένου καυσίμου σε έναν μικρό ή μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • μπάρμπεκιου — το άκλ. 1. ψήσιμο στη σχάρα 2. κοινωνική συγκέντρωση στην ύπαιθρο κατά την οποία ψήνονται κρέατα στη σχάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. barbecue «σχάρα» < αμερικανοϊσπαν. barbacoa] …   Dictionary of Greek

  • εσχάρα — η βλ. σχάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται συγγένεια με το αρχ. σλαβ. iskra «σπίθα». Σχηματισμός σε ρᾱ (κατά τα τέφ ρᾱ, χώ ρᾱ). Νεοελλ. εσχάρα, σχάρα, σκάρα. ΠΑΡ. εσχαρείον, εσχαρεύς, εσχαρεών, εσχάριον, εσχάριος, εσχαρίς, εσχαρίτης,… …   Dictionary of Greek

  • κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… …   Dictionary of Greek

  • θύρατρο — Τύπος θερμιονικής λυχνίας με αέριο. Προέρχεται από τη λέξη θύρα, επειδή η ροή του ρεύματος εντός της λυχνίας ανοίγει όταν το δυναμικό της σχάρας ελέγχου λάβει μια ορισμένη τιμή (κρίσιμο δυναμικό). O πιο συνηθισμένος τύπος είναι εκείνος με τρία… …   Dictionary of Greek

  • ГЕРОЙ —    • Hēros,           ήρως. Греки разумели под названием Г. богатырей древнейших времен, идеальные изображения человеческой силы и богатырского духа; они для них были представителями народа древности, посредниками между народом и его богами; Г.,… …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”